-
1 περιλαμβάνω
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXXGe.29.13, etc.; grasp,ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph. 246a
: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc. ; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42 ;χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10
; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23 ; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106;π. τὸν θῆρα Pl.Sph. 235b
; π. τόπον ὑπὸ [ διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water,πλείω π. τόπον Plb.4.39.8
:—[voice] Pass., to be caught, trapped,οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl. 934
; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by.., Plb.6.58.6, etc.3 compass, get possession of,ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37
;πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3
; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.II encase or cover all round,τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti. 116b
;νεύροις.. κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti. 77e
;χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10
;χαλκοῖς ἥλοις Moschio
ap.Ath.5.207b:—[voice] Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.III comprehend, include, ;τῷ λόγῳ Id.8.141
;τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph. 249d
; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib. 226e, cf. Plt. 288c ([voice] Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ.. τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg. 837a ; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr. 273e ;π. πάντα D.61.30
;π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9
;τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41
; π. τὴν.. διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42 ;π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12
;ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9
:—[voice] Pass.,θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg. 823b
;περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol. 1287b19
;τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13
(- ειλλημε- Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλαμβάνω
-
2 περι-λαμβάνω
περι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), umfangen, umarmen; περιλαβὼν τὸν παῖδα, Xen. An. 7, 4, 10; Rufin. 4 (V, 37); – umgeben, einschließen, περιείλημμαι μόνος, Ar. Plut. 934; – umgeben, umzingeln, fangen; Her. 5, 23. 8, 106; Thuc. 8, 42, – zusammenfassen, ταῖς χερσὶν πέτρας καὶ δρῦς, Plat. Soph. 246 a, τοῠ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον, Critia. 116 b; μιᾷ ἰδέᾳ, Phaedr. 273 e; τῷ λόγῳ τὸ ὄν, Soph. 249, d; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι, 226 e, wie περιειλημμένον ὀνόματι νῠν σχεδὸν ἑνί, Legg. VII, 823 b; oft bei den Folgdn: ἀεὶ μείζω καὶ πλείω περιλαμβάνειν τόπον, Pol. 4, 39, 8; τὸ περιλαμβανόμενον τῇ στρατοπεδείᾳ χωρίον, 9, 20, 3; τάφρῳ καὶ χάρακι τὰς ναῦς, 1, 29, 3, u. öfter; auch περιλαβεῖν τινα ταῖς συνϑήκαις, 5, 67, 12; u. περιειλῆφϑαι ἀργυραῖς λεπίσι, bedeckt, belegt damit, 10, 27, 10; übertr., τοῖς καιροῖς περιληφϑέντες, durch die Umstände gezwungen, 6, 58, 6; δεῖξαι, ὅσα ἐν αὐτῇ τερπνὰ περιλαβοῦσα ἔχει, Luc. de salt. 34.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий